- πολύδοξος
- πολύ-δοξος, ον,A having various opinions, Stob.2.7.4a.II famous, BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44;
διδαχαί IG14.2124
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διδαχαί IG14.2124
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύδοξος — having various opinions masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδοξος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες 2. περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό δοξος] … Dictionary of Greek
πολύδοξον — πολύδοξος having various opinions masc/fem acc sg πολύδοξος having various opinions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδόξοις — πολύδοξος having various opinions masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυδοξία — ἡ, Μ [πολύδοξος] ύπαρξη πολλών γνωμών, πολλών αντιλήψεων για ένα θέμα … Dictionary of Greek